...

...

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012

Μπορείτε να γίνετε για λίγο παιδιά, παρακαλώ;


Ή ενήλικοι με φαντασία. Ή έφηβοι όχι δήθεν. Μπορείτε; Φυσικά και μπορείτε. Και ας ασχοληθούμε σήμερα με κάτι που αγαπώ πολύ… Λέω να σας πω ένα παραμύθι! Όχι, όχι, δε μου αρέσουν τα ξινισμένα πρόσωπα, σας ικετεύω… Ζήτησα να γίνετε για λίγο παιδιά. Είναι κρίμα να αφήνουμε την όψη μας αυτή πίσω… Τα παραμύθια είναι για μένα από τα πιο όμορφα λογοτεχνικά είδη… Δεν αναφέρομαι στη Χιονάτη και τη Σταχτοπούτα μόνο. Να ξέρετε κάτι: τα πιο ωραία παραμύθια είναι τα λιγότερο γνωστά! Είναι ό,τι πιο αγνό μπορεί να διαβάσει κάποιος… Δεν είναι τυχαίο που τα διαβάζουμε σε παιδιά! Μέσα από αυτά μαθαίνουν τις πιο σημαντικές αξίες της ζωής. Μαθαίνουν την αλήθεια. Είναι αυτονόητο ότι υπάρχουν και ανάξια λόγου παραμύθια… Μα κι αν έτυχε να διαβάσετε μόνο τέτοια μέχρι τώρα, μην τα απορρίπτετε! Μήπως όλα τα μυθιστορήματα που διαβάσατε ήταν αξιόλογα; Για μένα πάντως δεν ισχύει κάτι τέτοιο.  Μακρηγόρησα όμως… Θα σας διηγηθώ ένα δικό μου παραμύθι σήμερα. Προσοχή! Αν δε σας αρέσει, μην κρίνετε τα παραμύθια γενικά! :Ρ Όπως κάθε παραμύθι που σέβεται τον εαυτό του, λοιπόν, ξεκινάει κάπως έτσι…

Κόκκινη κλωστή δεμένη,
Στην ανέμη τυλιγμένη,
Ρίξε κλώτσο να γυρίσει,
Παραμύθι ν’ αρχινίσει!

Μια φορά και έναν καιρό, γεννήθηκε στη γη μας ένα κοριτσάκι, που το έβγαλαν Χρύσα. Ήταν όμορφο, με μάτια καταπράσινα και μαλλιά μαύρα σαν τον έβενο. Η Χρύσα δε γεννήθηκε όπως όλα τα παιδιά. Όταν την έβγαζαν απ’ την κοιλιά της μάνας της, της Ερατώ, δε χύθηκε στάλα αίμα. Μόνο θαλασσινό νερό και μύριζε η αρμύρα. Στα χέρια της έσφιγγε δυο κάτασπρα κοχύλια.

   Η Χρύσα μεγάλωνε. Και όσο μεγάλωνε, ζωήρευε. Ησυχασμό δεν είχε. Στη θάλασσα, που την έλεγε μάνα, πήγαινε συχνά. Μονάχα εκεί ημέρευε. Κολυμπούσε για ώρες, έφευγε μακριά και ονειρευόταν να ζούσε εκεί για πάντα. Η Ερατώ όμως τη φώναζε να φύγουν κι έτσι τα’ όνειρο χανόταν.

   Το σχολειό δεν το αγαπούσε. Φυλακή ήταν για εκείνη και σκοτούρα. Η Ερατώ τη μάλωνε. Να διαβάζει έπρεπε, λέει, να γίνει γιατρός. «Εγώ θα γίνω ναυτικός», της απαντούσε ‘κείνη, «θα ζω στη μάνα μου και θα γυρνώ τον κόσμο». Έπειτα έβγαινε στο μπαλκόνι και χάζευε τη θάλασσα. Καβαλούσε τα κύματα με τον νου της και έπιανε αλλού λιμάνια. Πόσο μικρά φαίνονταν τα βάσανά της τότε!

   Η Ερατώ αγαπούσε τη μικρή. Έτρεμε μην της φύγει. Ήξερε όμως πως δε γινόταν αλλιώς. Η Χρύσα ανήκε στη θάλασσα, ήταν η κόρη της. Η Ερατώ και κείνη τα ‘χανε συμφωνήσει. Θα γεννούσε τη Χρύσα και όταν το κορίτσι δεν άντεχε άλλο στη στεριά, θα της την έπαιρνε. Στη Χρύσα δεν το είχαν πει, όμως το ‘νιωθε. Έτσι ήταν πλασμένη.

   Μια μέρα, λοιπόν, ένιωσε να πνίγεται. Να πνίγεται στη στεριά. Να μην μπορεί να πάρει ανάσα. Θέλησε να πάει στη θάλασσα, να ηρεμήσει. «Πάω στη μάνα μου», φώναξε στην Ερατώ και βρόντηξε την πόρτα πίσω της. Η Ερατώ ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά. Η ώρα είχε πια φτάσει.

   Η Χρύσα έφτασε στην παραλία. Πέταξε τα ρούχα της και βούτηξε. Ευχήθηκε να μην ξαναπάει στη στεριά, να μείνει εκεί για πάντα. Κι η μάνα της δεν της χάλασε το χατίρι. Την πήρε μέσα της. Την έκανε κύμα λευκό. Γίναν ένα. Και έτσι το όνειρο της Χρύσας έγινε πραγματικότητα. Γυρνά τον κόσμο. Και είναι ευτυχισμένη. Τη στεριά δεν την νοστάλγησε ποτέ…
 
ΥΓ: Το παραμυθάκι γράφτηκε πριν από περίπου 3 χρόνια για τη μαμά μου. Ενδεχομένως τώρα να το έγραφα λίγο διαφορετικά, μα δε μου αρέσει να αλλάζω όσα έγραψα μικρή (ή μικρότερη, αν προτιμάτε! :Ρ)
 
Φιλιά!
 

8 σχόλια:

  1. Γοητευμένη!
    Και από το παρανύθι κι από την εισαγωγή σου
    κι από τη μουσική που το συνοδεύει!
    Εύγε!
    Φιλιά! :)))

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πολύ όμορφο!!:)

    Έχει πράγματι τόσο μεγάλη αίγλη η θάλασσα!!:)
    Καληνύχτα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ειναι τόοοσο γλυκό <3
    μ αρεσε πολύ :)
    φιλια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. καλά που έκανε η συνονόματη!:)
    πανέμορφο!!
    σε φιλώ και καληνυχτώ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ωωω Χρύσα, λοιπόν; Το λατρεύω αυτό το όνομα, είναι και της μαμάς μου, άλλωστε! :)
      Χαίρομαι που σου άρεσε, πολλά φιλιά!

      Διαγραφή