...

...

Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

Κάτι να γυαλίζει...


Αυτό δεν είναι που ψάχνουμε όλοι; «Κάτι να γυαλίζει, θέλεις πάντα και ας θυμίζει ό,τι πιο θαμπό μαζί και σκοτεινό…» Πραγματικά! Δεν έχει σημασία ο τρόπος που κάτι έχει αποκτηθεί πλέον, μόνο το γεγονός ότι αποκτήθηκε. Και αν δηλαδή κάποιος έχει χρήματα, τι σημαίνει; Αν έχει μείνει μόνος του εξαιτίας της προσπάθειας του να αποκτήσει όλο και περισσότερα; Αν δεν έχει με ποιον να τα μοιραστεί; Αν έχει διαφθείρει τόσο πολύ τον εαυτό του που δεν μπορεί να χαρεί με τίποτα; Αν έχει καταστραφεί;



-Λίζα! Πού είσαι; Η φωνή του ανήσυχη μέσα στην νύχτα. Τα μάτια του διάπλατα ανοιχτά και εξαντλημένα. Τα μαλλιά του ανακατεμένα και βρώμικα. Δεν μπορούσε να τη βρει. Τρεις ημέρες και δεν ήταν πουθενά. Είχε ψάξει ολόκληρο το νησί. Την πρώτη ημέρα νόμιζε πως τον κορόιδευε. Πως ήταν και η εξαφάνισή της ένα από τα πολλά σκέρτσα της. Από αυτά που την έκαναν τόσο χαριτωμένη… Μα όταν ήρθε το βράδυ ανησύχησε. Και ξεκίνησε να ψάχνει. Δεν καταλάβαινε. Είχαν κανονίσει να βρεθούν στην παραλία στις 11 το πρωί, όπως έκαναν σχεδόν κάθε μέρα. Εκείνη όμως δε φάνηκε, ούτε τότε, ούτε την επόμενη ημέρα. Φοβόταν πως κάτι κακό της συνέβη. Οι ψαράδες την είχαν δει τ’ αξημέρωτα ακόμη να περνάει από την παραλία. Μόνη.
Και όμως, ποτέ δεν ήθελε να είναι μόνη. Μια μέρα, μέσα στην αγκαλιά του Αλέξανδρου, είχε εξομολογηθεί το λόγο. Σε εκείνον, μόνο σε εκείνον. Είχε βιώσει τη μοναξιά στα έξι της χρόνια, όταν η μάνα της την εγκατέλειψε σε εκείνο το νησί. Μέχρι να τη βρει η Ρένα, το κοριτσάκι περιπλανιόταν μόνο στους δρόμους φωνάζοντας «μαμά». Αλλά η μάνα της ήταν πια μακριά. Και πατέρα δεν είχε γνωρίσει έτσι και αλλιώς ποτέ. Για αυτό και δεν άντεχε πια να μένει μόνη. Για αυτό και ο Αλέξανδρος φοβόταν τόσο πολύ…
-Ελένηηη!  Παιδί μου, πού είσαι; Ο καπετάν-Χάρης φώναζε με όλη του τη δύναμη. Ο Αλέξανδρος γύρισε προς το μέρος του. Ελένη ήταν η κόρη του. Εκείνη με το όμορφο γαλάζιο μενταγιόν.
Η Λίζα πολλές φορές το είχε ζηλέψει. «Θέλω να μου αγοράσεις ένα ίδιο.», του είχε πει μια μέρα. Αμέσως προσπάθησε να βρει κάτι αντίστοιχο. Πήγε στα καλύτερα κοσμηματοπωλεία. Δε βρήκε τίποτα. Έτσι, ρώτησε τον καπετάν Χάρη. «Είναι σπάνιο πετράδι, γιε μου, από το βυθό της θάλασσας. Και δεν είναι για πούλημα.», πρόλαβε την ερώτηση του Αλέξανδρου. Η Λίζα του θύμωσε και ύστερα έπεσε σε μελαγχολία. Είπε πως αν δεν μπορούσε να της το βρει, σήμαινε πως δεν ήταν αρκετά σημαντική για εκείνον… Λίγες μέρες αργότερα έμοιαζε να το έχει ξεχάσει, όμως… Έπειτα χάθηκε.
Είχε φτάσει πια στο τέλος της παραλίας. Εκεί που δεν υπήρχε ποτέ ψυχή. Αποκαμωμένος, αποφάσισε να προχωρήσει σε μια σπηλιά, για να καθίσει και να βρει λιγάκι την ανάσα του. Και εκεί την είδε. Η Λίζα καθόταν εκεί! Μια γαλάζια λάμψη έλουζε το λαιμό της.
-Λίζα, τι κάνεις εδώ;
-Δεν μπορώ να βγω έξω.
-Γιατί;
-Είναι δικό μου!
-Τι εννοείς;
-Είναι δικό μου, σου λέω!
-Ποιο;
-Δεν είναι πανέμορφο;
-ΠΟΙΟ;
-Το μενταγιόν μου.
-Λίζα, αυτό δεν είναι δικό σου, είναι της Ελένης.
-Δε θα το χρειαστεί άλλο.
-Σου το έδωσε;
-Όχι.
-Τότε πώς δε θα το χρειαστεί;
-Κοίτα!
Το χέρι της έδειχνε λίγο πιο πέρα, σε ένα σκοτεινό σημείο. Τα μάτια του είχαν θαμπωθεί από τη λάμψη του μενταγιόν και έτσι καθυστέρησε να καταλάβει τι ακριβώς έβλεπε. Μια κοπέλα βρισκόταν νεκρή. Η Ελένη. Γύρισε στη Λίζα. Τώρα παρατηρούσε τα κατακόκκινα χέρια της. Ήταν γεμάτα αίμα.
«Εγώ το έκανα.», Τα μάτια τας τον κοίταζαν όπως ένα παιδί που μόλις έκανε σκανδαλιά.
«Άξιζε όμως. Δε με νοιάζει και να πάω φυλακή. Μου πάει πολύ περισσότερο, από όσο πήγαινε σε εκείνη. Κοίτα πώς γυαλίζει!»
Περισσότερο όμως γυάλιζαν τα μάτια της. Τα χέρια της έτρεμαν. Του έδωσε ένα φιλί. Έπειτα ξάπλωσε δίπλα στην Ελένη. Το μόνο που είπε πριν κλείσει τα μάτια της για πάντα ήταν «Τώρα έχω αυτό που πάντα ήθελα: Κάτι να γυαλίζει!».

9 σχόλια:

  1. Ωραία ιστορία βρε Χρυσαλίδα μου αλλά ανατριχιαστική!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μάλλον φταίει ότι μου αρέσει να διαβάζω τέτοιο στιλ! :Ρ

      Διαγραφή
  2. Ενδιαφέρον πρωτόλειο!!!:Ρ

    Όσο για το τέλος είχε την ανατροπή αλλά ήταν κάπως απότομο!Πολύ καλό όμως!

    Εφόσον η ιστορία έχει αίμα εγκρίνεται!!:Ρ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δουλειά μισής ώρας, ήθελες να έχει και ομαλή μετάβαση; :Ρ Προσωπικά δε μου άρεσε πολύ, αλλά ήμουν κρυωμένη και από τη βαρεμάρα ήθελα να γράψω κάτι! ΧΡ

      Διαγραφή
    2. Δεν ήθελα,το απαιτούσα!!:Ρ:Ρ:Ρ

      Ε εντάξει συγχωρείσαι αυτή τη φορά!!:Ρ

      Διαγραφή
    3. Ε αφού το πες θα μαι!!:Ρ

      Διαγραφή
  3. σήμερα ακουγα το τραγουδι αυτό :D
    ομορφη ιστορια... αν και τρομακτικη :P
    μα γιατί να νοιαζεται τόσο για το μπλε πετραδι?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σε ευχαριστώ πολύ! :)

      Νοιαζόταν τόσο, για τον ίδιο λόγο που νοιάζονται τόσοι άλλοι για τα χρήματα... Δηλαδή χωρίς λόγο πιστεύω! :Ρ

      Διαγραφή