Η πόρτα έκλεισε κάνοντας εκκωφαντικό θόρυβο. Από το σπίτι ξεπετάχτηκε ένα κορίτσι. Άρχισε να τρέχει. Έκλαιγε. Διέσχισε τη γειτονιά προσπαθώντας να μη δώσει σημασία στα αδιάκριτα βλέμματα όσων είχαν κολλήσει τις μύτες τους στα τζάμια των σπιτιών, περιμένοντας να δουν τι θα συνέβαινε μετά. Τους έκανε μια όχι και τόσο ευγενική χειρονομία και συνέχισε να τρέχει. Τους είχε βαρεθεί. Και δεν την ενδιέφερε ούτε στο ελάχιστο πόσο θα τη σχολίαζαν μετά. Κατευθύνθηκε προς την παραλία. Δεν είχε ιδέα τι θα έκανε εκεί, μα ένιωθε την ανάγκη να πάει. Ήταν καλοκαίρι και το θερμόμετρο είχε πιάσει αρκετά υψηλές θερμοκρασίες. Λουζόταν στον ιδρώτα. Δεν την ένοιαζε και πολύ. Πέρασε μέσα από το χωριό, πάντα τρέχοντας. Τον είδε. Καθόταν στο γνωστό του στέκι. Τα βλέμμα του έπεσε πάνω στο δικό της. Τον προσπέρασε, ίσως κάπως θυμωμένα. Μπορεί και να έφταιγε εκείνος που είχε φτάσει σε αυτό το σημείο. Έφτασε στην παραλία. Είχε κόσμο. Λογικό. Προσπάθησε να βρει ένα σημείο πιο απόμερο. Δεν ήθελε να δει κανέναν. Δεν ήθελε να τη δει κανείς… Τελικά εντόπισε ένα μέρος που δεν είχε ομπρέλες, άρα ο κόσμος ήταν ελάχιστος. Κάθισε στην άμμο κοιτώντας τη θάλασσα. Που ήταν ήρεμη. Και όμορφη, όπως είναι πάντα. Προσπάθησε να σκεφτεί. Αδύνατο. Ένιωθε να έχει καταρρεύσει. Είχε καταρρεύσει. Αυτό που ζούσε ήταν άδικο. Πολύ άδικο. Αλλά είχε υποσχεθεί στον εαυτό της πως θα άντεχε. Δεν κράτησε την υπόσχεση. Ξέσπασε. Και τώρα στο σπίτι της θα γινόταν ο κακός χαμός. Τα είχε χάσει όλα. Γιατί ξέσπασε τη λάθος στιγμή. Ή απλά γιατί ξέσπασε. Πάντως σε κάθε περίπτωση είχε κάνει για ακόμα μια φορά ένα τεράστιο λάθος. Πάλευε να επιλέξει ποια ήταν. Και οι επιλογές δεν ήταν ποτέ το φόρτε της. Από μια πλευρά, η τρυφερή της διάσταση. Εκείνη που δεν την ένοιαζε η δόξα και τα μεγαλεία. Εκείνη που δε λειτουργούσε με λογική. Μόνο με το συναίσθημα. Που ήθελε απλά κάποιον να αγαπάει, φίλους, γέλια και να βοηθάει τους γύρω της. Εκείνη που δεν ήθελε να έχει έννοιες, παρά μόνο μια απλή, ευτυχισμένη ζωή.
Μια μονότονη ζωή. Έλεγε έπειτα, όταν ξυπνούσε η πιο πεζή πλευρά της. Εκείνη που δεν μπορούσε να αρκεστεί σε μια απλή καθημερινότητα. Εκείνη που ήθελε να γίνει κάτι μεγάλο. Κάτι που οι άλλοι θα θαύμαζαν. Κάτι που θα τους έκανε όλους περήφανους. Που θα άφηνε τους πάντες να την κοιτούν με δέος. Κάτι που θα την έβγαζε από τη μιζέρια του χωριού. Και θα της χάριζε απλόχερα αξιοζήλευτες εμπειρίες.
«Αυτό είναι φτηνό!», διαμαρτυρόταν η ευαίσθητη πλευρά… «Ένας γυάλινος, εντυπωσιακός κόσμος, που αποθεώνει τα υλικά αγαθά και μηδενίζει τα συναισθήματα. Δεν είσαι εσύ αυτό! Δεν είσαι άνθρωπος που θέλει ψεύτικη ευτυχία!»
Και έτσι συνεχιζόταν ο διάλογος… Ίσως να μην ήθελε ψεύτικη ευτυχία, ίσως να καταλάβαινε ότι όλα αυτά δεν είχαν καμιά σημασία… Όμως ήθελε τόσο πολύ να κάνει περήφανους όλους όσους πίστευαν σε εκείνη… Και ήταν πολλοί! Από όταν ήταν μωρό ακόμη, πίστευαν πως είχαν να κάνουν με μια ιδιοφυία! Εκείνη ήξερε ότι δεν ήταν κάτι τέτοιο. Μα ήθελε πολύ να γίνει. Δεν ήθελε να τους απογοητεύσει. Ήθελε να κάνει πραγματικότητα τις προσδοκίες τους.
Ίσως ήταν και δικές της προσδοκίες. Ποτέ δεν της άρεσε ο τύπος γυναίκας που μένει σπίτι, φροντίζει τα παιδιά, το σύζυγο και τακτοποιεί το σπίτι. Όχι, όχι, αυτό σίγουρα της προκαλούσε αηδία. Και δεν ήθελε να μείνει σε εκείνο το χωριό. Προτιμούσε να σπουδάσει νομική και να φύγει. Και έπειτα θα έκανε και οικογένεια. Μα δεν ήξερε ότι για να σπουδάσει νομική έπρεπε, λέει, να στερηθεί άλλα πράγματα. Είχε διάβασμα. Πονούσε που έπρεπε να φέρεται έτσι... Μα δεν είχε το θάρρος να υποστηρίξει αυτό που ήθελε. Ήταν δειλή, πραγματικά δειλή. Και δεχόταν σιωπηλά όλα όσα της έλεγαν. Και ας διαφωνούσε κάποιες φορές. Δεν ήθελε να χαλάει χατίρια. Μα τελικά δεν άντεξε. Και να τη τώρα, μόνη της στην παραλία, έπειτα από έναν τρομερό τσακωμό. Επόμενο ήταν, αφού είπε όλα όσα σκεφτόταν. Δεν ήθελε να γυρίσει πίσω. Ο φόβος είχε επιστρέψει. Μια φορά μόνο μπόρεσε να πει αυτά που ήθελε. Μα τι σημασία είχε; Τώρα το μετάνιωνε και πάλι. Θα γύριζε σπίτι. Θα έλεγε συγνώμη και θα συμβιβαζόταν και πάλι. Έτσι γινόταν πάντα. Έτσι ήταν εκείνη.